Dilantin=ραστα ξανα

Παρακαλώ συνδεθείτε ή εγγραφείτε για να απενεργοποιήσετε τις διαφημίσεις.

kapa

Μέλος του προσωπικού
Απ: Dilantin=ραστα ξανα

Η φαινυτοίνη ενδείκνυται για τον έλεγχο όλων των μορφών εστιακής επιληψίας και των γενικευμένων τονικοκλονικών κρίσεων.

Ακόμη, η φαινυτοίνη ενδείκνυται για την πρόληψη και την θεραπεία των σπασμών, που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια ή μετά από νευροχειρουργικές επεμβάσεις κρανίου.
Η φαινυτοίνη αντενδείκνυται σε ασθενείς με ιστορικό υπερευαισθησίας στη φαινυτοίνη ή στα αδρανή συστατικά του φαρμάκου ή σε άλλες υδαντοΐνες.
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες

Θα πρέπει να ενημερώσετε το γιατρό σας για κάθε άλλο φάρμακο που τυχόν παίρνετε, με ή χωρίς ιατρική συνταγή.

Το EPANUTIN μπορεί να αλληλεπιδράσει με τις παρακάτω κατηγορίες φαρμάκων:

αναλγητικά/αντιφλεγμονώδη (αζαπροπαζόνη, σαλικυλικά, φαινυλβουταζόνη)

αναισθητικά (αλοθάνη)

αντιμικροβιακούς παράγοντες (χλωραμφενικόλη, ερυθρομυκίνη, ισονιαζίδη, σουλφοναμίδες, δοξυκυκλίνη, πραζικουαντέλη, ριφαμπικίνη, τετρακυκλίνη, σιπροφλοξασίνη)

αντιεπιληπτικά (φελβαμάτη, σουξινιμίδια, καρβαμαζεπίνη, φαινοβαρβιτάλη, βαλπροϊκό οξύ, βαλπροϊκό νάτριο, λαμοτριγίνη, βιγκαμπατρίνη)

αντιμυκητιασικούς παράγοντες (αμφοτερικίνη B, φλουκοναζόλη, κετοκοναζόλη, μικοναζόλη, αζόλες, ιτρακοναζόλη)

βενζοδιαζεπίνες, ψυχοτρόπα και αντικαταθλιπτικά (χλωροδιαζεποξείδη, διαζεπάμη, δισουλφιράμη, μεθυλφαινιδάτη, βιλοξαζίνη, κλοζαπίνη, τραζοδόνη, παροξετίνη, φλουοξετίνη, φλουβοξαμίνη, σερτραλίνη)

ανταγωνιστές ασβεστίου/φάρμακα καρδιαγγειακών παθήσεων (αμιωδαρόνη, δικουμαρόλη, διλτιαζέμη, νιφεδιπίνη, τικλοπιδίνη, ρεσερπίνη, διγιτοξίνη, νικαρδιπίνη, νιμοδιπίνη, κινιδίνη, βεραπαμίλη, φουροσεμίδη)

αντιελκωτικούς παράγοντες (σουκραλφάτη)

Η2-ανταγωνιστές (σιμετιδίνη)

αναστολείς αντλίας πρωτονίων (ομεπραζόλη)

ορμόνες (οιστρογόνα, από του στόματος αντισυλληπτικά, θυρεοειδικές ορμόνες)

αντιδιαβητικά από το στόμα (χλωροπροπαμίδη, γλυβουρίδη, τολβουταμίδη)

αντινεοπλασματικούς παράγοντες (τενιποσίδη)

νευρομυϊκούς αποκλειστές (αλκουρόνιο, πανκουρόνιο, βεκουρόνιο)

οπιοειδή αναλγητικά (μεθαδόνη)

κουμαρινικό αντιπηκτικά

κορτικοστεροειδή

υπεργλυκαιμικούς παράγοντες (διαζοξείδη)

κυκλοσπορίνη

βιταμίνη D

βρογχοδιασταλτικό (θεοφυλλίνη).

Ο χρόνος λήψης Epanutin και αντιόξινων που περιέχουν ασβέστιο πρέπει να ρυθμίζεται κατάλληλα, για να αποφευχθούν προβλήματα απορρόφησης, καθώς χορήγηση αλάτων ασβεστίου, είτε με την μορφή τροφής, είτε με την μορφή αντιόξινων, μειώνει την απορρόφηση της φαινυτοΐνης και συνεπώς, τα επίπεδά της στο αίμα.

Αν και δεν πρόκειται για αληθή αλληλεπίδραση, τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά μπορεί να προκαλέσουν επιληπτικές κρίσεις σε ευαίσθητους ασθενείς, οπότε η δόση του EPANUTIN μπορεί να χρειαστεί ρύθμιση. Εφάπαξ λήψη ή χρόνια λήψη μεγάλων ποσοτήτων αλκοολούχων ποτών επηρεάζουν τα επίπεδα φαινυτοΐνης στον ορό.

Το φυλλικό οξύ εξουδετερώνει την αντιεπιληπτική δράση της φαινυτοΐνης και η φαινυτοίνη ελαττώνει την δράση του φυλλικού οξέος, με κίνδυνο πρόκλησης μεγαλοβλαστικής αναιμίας, ενώ αυξάνει την τοξικότητα της μεθοτρεξάτης.

Φυτικά προϊόντα που περιέχουν St.John’s wort (Hypericum perforatum) μπορεί να μειώσουν τις συγκεντρώσεις της φαινυτοΐνης στο πλάσμα. Βιβλιογραφικές αναφορές υποδηλώνουν ότι ασθενείς οι οποίοι λάμβαναν εντερική σίτιση και/ ή σχετικά διαιτητικά συμπληρώματα έχουν χαμηλότερα από το αναμενόμενο επίπεδα φαινυτοΐνης στο πλάσμα. Επομένως συνιστάται να μην χορηγείται EPANUTIN ταυτόχρονα με παρασκεύασμα εντερικής σίτισης.

Μπορεί να είναι απαραίτητη σε αυτούς τους ασθενείς η πιο συχνή παρακολούθηση των επιπέδων φαινυτοΐνης στον ορό.
Αλληλεπιδράσεις του Φαρμάκου σε Εργαστηριακές Εξετάσεις

Η φαινυτοΐνη πιθανόν να προκαλέσει μείωση των επιπέδων του, πρωτεϊνικά συνδεδεμένου ιωδίου στον ορό (ΡΒΙ). Μπορεί επίσης να προκαλέσει χαμηλότερες, του φυσιολογικού, τιμές των δοκιμασιών δεξαμεθαζόνης ή μετυραπόνης. Η φαινυτοίνη μπορεί να προκαλέσει αύξηση των επιπέδων στον ορό της γλυκόζης, της αλκαλικής φωσφατάσης και της γ-γλουταμυλοτρανσπε-πτιδάσης (GGT). Η φαινυτοίνη μπορεί να επηρεάσει το ασβέστιο του αίματος και τις δοκιμασίες του μεταβολισμού της γλυκόζης του αίματος.
 

kapa

Μέλος του προσωπικού
Απ: Dilantin=ραστα ξανα

Ανεπιθύμητες ενέργειες

Σύνολο του οργανισμού: Αναφυλακτοειδής αντίδραση, αναφυλαξία.

Συγγενείς και οικογενειακές/γενετικές διαταραχές: Συγγενείς ανωμαλίες του εμβρύου.

Καρδιαγγειακό: Έχει παρατηρηθεί υπόταση, σοβαρές καρδιοτοξικές αντιδράσεις κ.ά. (βλέπε Ειδικές προφυλάξεις & προειδοποιήσεις κατά τη χρήση Γενικά και Επίδραση στο καρδιαγγειακό).

Κεντρικό Νευρικό Σύστημα: Οι πιο συνήθεις εκδηλώσεις που αναφέρονται κατά τη θεραπεία με φαινυτοίνη αφορούν σ' αυτό το σύστημα και συνήθως σχετίζονται με τη δόση. Αυτές περιλαμβάνουν νυσταγμό, αταξία, συγκεχυμένη ομιλία, ελαττωμένη ικανότητα συντονισμού κινήσεων και διανοητική σύγχυση (βλέπε Ειδικές προφυλάξεις & προειδοποιήσεις κατά τη χρήση Επίδραση στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα).

Επίσης αναφέρθηκαν ζάλη, αϋπνία, παροδική νευρικότητα, σπαστικές κινήσεις, δυσαρθρία, κεφαλαλγία, παραισθησία και υπνηλία.

Υπήρξαν επίσης σπάνιες αναφορές δυσκινησίας, που προκλήθηκε από φαινυτοίνη, που συμπεριλάμβανε χορεία, δυστονία, τρόμο και πτερυγίζοντα τρόμο, παρόμοιες με αυτές που προκαλούνται από τη φαινοθειαζίνη και άλλα νευροληπτικά φάρμακα. Σε ασθενείς που έπαιρναν φαινυτοίνη για μακρό χρονικό διάστημα, παρατηρήθηκε περιφερική πολυνευροπάθεια με προεξάρχοντα τον αισθητικό χαρακτήρα.

Συνδετικοί ιστοί: Τράχυνση των χαρακτηριστικών του προσώπου, πάχυνση των χειλέων, χαρακτηριστική υπερπλασία των ούλων, κυρίως στα παιδιά (αναστρέψιμη), υπερτρίχωση, που τείνει να παραμείνει και μετά την διακοπή, νόσος του Peyronie, σύσπαση Dupuytren.

Γαστρεντερικό Σύστημα: Ναυτία, έμετος, δυσκοιλιότητα ή διάρροια, σπάνιες περιπτώσεις τοξικής ηπατίτιδας, ηπατική βλάβη (βλέπε Ειδικές προφυλάξεις & προειδοποιήσεις κατά τη χρήση Επίδραση στο Ήπαρ/ Επίδραση στους νεφρούς/Ανοσοποιητικό σύστημα).

Αιμοποιητικό Σύστημα/Διαταραχές μεταβολισμού: Αιματολογικές επιπλοκές, μερικές από τις οποίες απέβησαν θανατηφόρες, έχουν αναφερθεί κατά καιρούς, σε σχέση με την χορήγηση φαινυτοΐνης. Αυτές περιλαμβάνουν μυελοτοξικότητα (θρομβοπενία, λευκοπενία, ακοκκιοκυτταραιμία), κοκκιοκυταροπενία και παγκυτοπενία μετά ή άνευ καταστολής του μυελού των οστών. Αναφέρθηκαν επίσης μακροκυττάρωση, ένδεια φυλλικού οξέος και μεγαλοβλαστική αναιμία.

Έχει επίσης αναφερθεί υπασβεστιαιμία και σπάνιες περιπτώσεις οξείας υπεργλυκαιμίας. Επίσης αναφέρθηκαν λεμφαδενοπάθεια περιλαμβάνουσα καλοήθη υπερπλασία των λεμφαδένων, ψευδολέμφωμα, λέμφωμα και νόσος του Hodgkin (βλέπε Ειδικές προφυλάξεις & προειδοποιήσεις κατά τη χρήση Επίδραση στο Αιμοποιητικό σύστημα).

Μυοσκελετικές διαταραχές: Έχει αναφερθεί οστεομαλάκυνση.

Ενδοκρινικές διαταραχές: Αναφέρθηκαν σπάνιες περιπτώσεις θυρεοειδίτιδας.

Ανοσοποιητικό σύστημα: Σύνδρομο υπερευαισθησίας,που μπορεί να είναι θανατηφόρο σε ορισμένες περιπτώσεις, συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, οζώδης περιαρτηρίτιδα, διαταραχές ανοσοσφαιρινών (βλέπε Ειδικές προφυλάξεις & προειδοποιήσεις κατά τη χρήση - Επίδραση στο Ήπαρ / Επίδραση στους νεφρούς/Ανοσοποιητικό Σύστημα).

Δέρμα: Δερματικές εκδηλώσεις, που μερικές φορές συνοδεύονται από πυρετό, περιλαμβάνουν οστρακιοειδή ή ιλαροειδή εξανθήματα. Το ιλαροειδές εξάνθημα είναι το πιο συχνό.

Άλλες μορφές δερματίτιδας παρατηρούνται σπανιότερα. Άλλες δερματικές εκδηλώσεις, πιο σοβαρού τύπου, που μπορεί να είναι θανατηφόρες, περιλαμβάνουν πομφολυγώδη, αποφολιδωτική ή πορφυρική δερματίτιδα, ερυθηματώδη λύκο, σύνδρομο Stevens Johnson και τοξική επιδερμική νεκρόλυση (βλέπε Ειδικές προφυλάξεις & προειδοποιήσεις κατά τη χρήση - Επίδραση στο δέρμα).

Ειδικές αισθήσεις: Αλλοίωση της γεύσης, διπλωπία.
 

kapa

Μέλος του προσωπικού
Απ: Dilantin=ραστα ξανα

Κλινικές μελέτες

Η μέτρηση των επιπέδων του φαρμάκου στον ορό είναι αναγκαία για να επιτευχθεί η καλύτερη ρύθμιση της δοσολογίας.
Χορήγηση κατά την Κύηση και τη Γαλουχία

Ενας αριθμός αναφορών έδειξε μια συσχέτιση μεταξύ της χρήσης αντιεπιληπτικών από επιληπτικές γυναίκες και της υψηλότερης συχνότητας γενετικών διαμαρτιών σε παιδιά που γεννήθηκαν από αυτές τις γυναίκες. Πιο εκτεταμένες πληροφορίες υπάρχουν σχετικά με φαινυτοίνη και φαινοβαρβιτόνη, αλλά αυτά τα φάρμακα είναι επίσης τα πλέον χρησιμοποιούμενα αντιεπιληπτικά φάρμακα.

Λιγότερο συστηματικές ή μη δημοσιευθείσες μελέτες αναφέρουν πιθανή παρόμοια συσχέτιση με τη χρήση όλων των γνωστών αντιεπιληπτικών φαρμάκων. Οι αναφορές που δείχνουν μεγαλύτερη συχνότητα συγγενών διαμαρτιών σε παιδιά επιληπτικών γυναικών υπό θεραπεία, δεν μπορούν να θεωρηθούν σαν επαρκείς αποδείξεις σαφούς συσχέτισης αιτίου και αιτιατού. Υπάρχουν ενδογενή μεθοδολογικά προβλήματα για την απόκτηση επαρκών πληροφοριών όσον αφορά στην τερατογένεση από φάρμακα. Γενετικοί παράγοντες ή η επιληπτική κατάσταση αυτή καθ'εαυτή μπορεί να είναι πιο σημαντικοί από τη φαρμακοθεραπεία, για τις διαμαρτίες των νεογνών.

Σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι τα αντιεπιληπτικά φάρμακα δεν πρέπει να διακόπτονται όταν χορηγούνται για την πρόληψη μεγαλυτέρων παροξυσμών, γιατί υπάρχει μεγάλη πιθανότητα πρόκλησης status epilepticus με συνέπεια τον κίνδυνο της ζωής σε ιδιαίτερες περιπτώσεις.

Όταν η σοβαρότητα και συχνότητα των παροξυσμών είναι τέτοιες που η διακοπή του φαρμάκου δεν δημιουργεί σοβαρό κίνδυνο στην ασθενή, η διακοπή του πρέπει να εξετάζεται πριν και κατά την εγκυμοσύνη, παρά το ότι δε μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα ότι ακόμα και μικροί παροξυσμοί δεν δημιουργούν κάποιο σοβαρό κίνδυνο στο έμβρυο. Ο θεράπων ιατρός θα πρέπει να σταθμίσει αυτά τα ζητήματα όταν θεραπεύει ή συμβουλεύει επιληπτικές γυναίκες που είναι δυνατόν να μείνουν έγκυοι.

Εκτός από την αυξημένη συχνότητα συγγενών διαμαρτιών όπως π.χ. λαγόχειλο και λυκόστομα και καρδιακές ανωμαλίες σε παιδιά γυναικών που έπαιρναν φαινυτοίνη και άλλα αντιεπιληπτικά φάρμακα, πολύ πρόσφατα αναφέρθηκε και εμβρυϊκό σύνδρομο φαινυτοΐνης. Αυτό εμφανίζεται σαν εμβρυϊκή ανωμαλία ανάπτυξης, μικροκεφαλία και διανοητική ανεπάρκεια σε παιδιά που γεννήθηκαν από μητέρες που έπαιρναν φαινυτοίνη, βαρβιτουρικά, αλκοόλη ή τριμεθαδιόνη.

Όμως, αυτά τα χαρακτηριστικά συσχετίζονται αμοιβαία και συχνά συνδέονται με ενδομήτρια καθυστερημένη ανάπτυξη που οφείλεται σε άλλα αίτια. Αναφέρθηκαν και μεμονωμένα περιστατικά κακοήθους νεοπλασίας, συμπεριλαμβανομένου και του νευροβλαστώματος, σε παιδιά εγκύων που έπαιρναν φαινυτοίνη κατά την εγκυμοσύνη.

Σε μεγάλη μερίδα ασθενών παρατηρήθηκε αύξηση της συχνότητας των παροξυσμών κατά την εγκυμοσύνη, λόγω μεταβολής της απορρόφησης και του μεταβολισμού της φαινυτοΐνης. Πάντως η πλειονότητα εγκύων υπό αντιεπιληπτική θεραπεία γεννά φυσιολογικά παιδιά. Δεν συνιστάται ο θηλασμός σε μητέρες που παίρνουν φαινυτοίνη, γιατί το φάρμακο εκκρίνεται στο μητρικό γάλα.

Περιοδικές μετρήσεις των επιπέδων φαινυτοΐνης στον ορό είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για την αντιμετώπιση εγκύων επιληπτικών ασθενών, ως οδηγός κατάλληλης ρύθμισης της δοσολογίας. Ενδείκνυται πάντως η μετά τον τοκετό επαναφορά στην αρχική δοσολογία. Εμβρυϊκές ανωμαλίες της πηκτικότητας αναφέρθηκαν κατά τις πρώτες 24 ώρες σε βρέφη που γεννήθηκαν από μητέρες που έπαιρναν φαινοβαρβιτόνη και/ή φαινυτοίνη.

Η βιταμίνη Κ αποδείχτηκε ότι προλαμβάνει ή επανορθώνει αυτήν την ανωμαλία και συνιστάται να χορηγείται στην επίτοκο προ του τοκετού και στο νεογνό μετά τον τοκετό.
 
Μπλουζα