Με την απόφραξη ενός τροφοφόρου αγγείου, η ροή διαμέσου των προϋπαρχόντων παράπλευρων αγγείων αυξάνει, με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση του ενδοθηλίου.
Ως αποτέλεσμα, τα ενδοθηλιακά κύτταρα εκκρίνουν χημειοτακτικές ουσίες για μονοκύτταρα και εκφράζουν υποδοχείς προσκόλλησης λευκοκυττάρων, στους οποίους προσδένονται λευκοκύτταρα.
Μετά την εξαγγείωση, τα μονοκύτταρα παράγουν μιτογόνα για τα ενδοθηλιακά και τα ΛΜΚ (λεία μυικά κύτταρα) και πρωτεϊνάσες για την αναδιαμόρφωση του αγγειακού τοιχώματος, με αποτέλεσμα την αύξηση του παράπλευρου αγγείου.
In medicine, collateralization, also vessel collateralization and blood vessel collateralization, is the growth of a blood vessel or several blood vessels that serve the same end organ or vascular bed as another blood vessel that cannot adequately supply that end organ or vascular bed sufficiently.
Coronary collateralization is considered a normal response to hypoxia and may be induced, under some circumstances, by exercise. It is considered to be protective.[1]
Collateral or anastomotic blood vessels also exist even when blood supply is adequate to an area, and these blood vessels are often taken advantage of in surgery. Some notable areas where this occurs include the abdomen, rectum, knee, shoulder, and head.
Ως αποτέλεσμα της αυξημένης παράπλευρης αιματικής ροής και του shear stress, τα ενεργοποιημένα ενδοθηλιακά κύτταρα εκφράζουν κυτταροκίνες των μονοκυττάρων, συμπεριλαμβανόμενης της monocyte chemotactic protein 1 (MCP-1), και μόρια προσκόλλησης μονοκυττάρων, όπως το
intracellular adhesion molecule 1 (ICAM-1).
Με την παραγωγή αυξητικών παραγόντων και πρωτεασών (uPAκαιMMPs), τα μονοκύτταρα που έχουν στρατολογηθεί διηθούν και αναδιαμορφώνουν πρωτεολυτικά το αγγειακό τοίχωμα, επιτρέποντας στα ΛΜΚ να μεταναστεύσουν και να διαιρεθούν.
Η σημασία των φλεγμονωδών κυττάρων στην ανάπτυξη παράπλευρων αγγείων επισημαίνεται από μελέτες στις οποίες η ελάττωση των μονοκυττάρων παρεμποδίζει την ανάπτυξη των αγγείων, ενώ η παροχή
μονοκυττάρων την ενισχύει.
Κυτταροκίνες που προσελκύουν μονοκύτταρα ή παρατείνουν τη διάρκεια ζωής
τους (όπως η MCP-1, ο GM-CSF, οTGF-β1 και ο TNF-α) ενισχύουν την ανάπτυξη παράπλευρων αγγείων, ενώ αντιφλεγμονώδεις κυτταροκίνες (όπως η IL-10) δρουν ως ανασταλτικά μόρια.
Ο PlGF επίσης ενισχύει την ανάπτυξη παράπλευρων αγγείων, όχι μόνο μέσω της στρατολόγησης μονοκυττάρων, αλλά και μέσω διέγερσης της ανάπτυξης
των ενδοθηλιακών και των ΛΜΚ.
Η επίδραση των FGF, FGF-4 ή του βασικού FGF (b-FGF) επάγει την ανάπτυξη
παράπλευρων αγγείων, εν μέρει μέσω της επαγωγής της έκφρασης των
PDGFR υποδοχέων.
Πάντως, ο VEGF μόνος φαίνεται πως επηρεάζει την angiogenesis των
τριχοειδών πιο αποτελεσματικά από την ανάπτυξη παράπλευρων αγγείων.
Η συγχορήγηση VEGF σε συνδυασμό με μόρια όπως ο PDGF, ο PlGF και η
Ang-1 ενδέχεται να βελτιώνουν τη δράση του στην ανάπτυξη παράπλευρων
αγγείων, γεγονός με μεγάλη σημασία σε καταστάσεις ισχαιμικής καρδιακής
και περιφερικής αρτηριακής νόσου.
Τα λεία μυικά κύτταρα συνθέτουν κολλαγόνο τόσο τύπου IV, που αποτελεί συστατικό του βασικού υμένα που τα περιβάλλει,
όσο και τύπου III, που σχηματίζει το πλέγμα των δικτυωτών ινών που επίσης περιβάλλει τα λεία μυικά κύτταρα.
Επίσης τα λεία μυικά κύτταρα είναι υπεύθυνα για την παραγωγή σημαντικών ποσοτήτων κολλαγόνου τύπου I και ελαστίνης.
Τα λεία μυικά κύτταρα είναι επίσης ικανά να διαιρούνται, με σκοπό τη διατήρηση ή και την αύξηση του αριθμού τους.
Ο πολλαπλασιασμός μπορεί να εκδηλωθεί είτε ως απάντηση σε βλάβη των λείων μυικών κυττάρων, είτε στα πλαίσια της φυσιολογικής λειτουργίας πληθυσμόυ των λείων μυικών κυττάρων που διατηρούν την ικανότητα διαίρεσης.
Ως αποτέλεσμα, τα ενδοθηλιακά κύτταρα εκκρίνουν χημειοτακτικές ουσίες για μονοκύτταρα και εκφράζουν υποδοχείς προσκόλλησης λευκοκυττάρων, στους οποίους προσδένονται λευκοκύτταρα.
Μετά την εξαγγείωση, τα μονοκύτταρα παράγουν μιτογόνα για τα ενδοθηλιακά και τα ΛΜΚ (λεία μυικά κύτταρα) και πρωτεϊνάσες για την αναδιαμόρφωση του αγγειακού τοιχώματος, με αποτέλεσμα την αύξηση του παράπλευρου αγγείου.
In medicine, collateralization, also vessel collateralization and blood vessel collateralization, is the growth of a blood vessel or several blood vessels that serve the same end organ or vascular bed as another blood vessel that cannot adequately supply that end organ or vascular bed sufficiently.
Coronary collateralization is considered a normal response to hypoxia and may be induced, under some circumstances, by exercise. It is considered to be protective.[1]
Collateral or anastomotic blood vessels also exist even when blood supply is adequate to an area, and these blood vessels are often taken advantage of in surgery. Some notable areas where this occurs include the abdomen, rectum, knee, shoulder, and head.
Ως αποτέλεσμα της αυξημένης παράπλευρης αιματικής ροής και του shear stress, τα ενεργοποιημένα ενδοθηλιακά κύτταρα εκφράζουν κυτταροκίνες των μονοκυττάρων, συμπεριλαμβανόμενης της monocyte chemotactic protein 1 (MCP-1), και μόρια προσκόλλησης μονοκυττάρων, όπως το
intracellular adhesion molecule 1 (ICAM-1).
Με την παραγωγή αυξητικών παραγόντων και πρωτεασών (uPAκαιMMPs), τα μονοκύτταρα που έχουν στρατολογηθεί διηθούν και αναδιαμορφώνουν πρωτεολυτικά το αγγειακό τοίχωμα, επιτρέποντας στα ΛΜΚ να μεταναστεύσουν και να διαιρεθούν.
Η σημασία των φλεγμονωδών κυττάρων στην ανάπτυξη παράπλευρων αγγείων επισημαίνεται από μελέτες στις οποίες η ελάττωση των μονοκυττάρων παρεμποδίζει την ανάπτυξη των αγγείων, ενώ η παροχή
μονοκυττάρων την ενισχύει.
Κυτταροκίνες που προσελκύουν μονοκύτταρα ή παρατείνουν τη διάρκεια ζωής
τους (όπως η MCP-1, ο GM-CSF, οTGF-β1 και ο TNF-α) ενισχύουν την ανάπτυξη παράπλευρων αγγείων, ενώ αντιφλεγμονώδεις κυτταροκίνες (όπως η IL-10) δρουν ως ανασταλτικά μόρια.
Ο PlGF επίσης ενισχύει την ανάπτυξη παράπλευρων αγγείων, όχι μόνο μέσω της στρατολόγησης μονοκυττάρων, αλλά και μέσω διέγερσης της ανάπτυξης
των ενδοθηλιακών και των ΛΜΚ.
Η επίδραση των FGF, FGF-4 ή του βασικού FGF (b-FGF) επάγει την ανάπτυξη
παράπλευρων αγγείων, εν μέρει μέσω της επαγωγής της έκφρασης των
PDGFR υποδοχέων.
Πάντως, ο VEGF μόνος φαίνεται πως επηρεάζει την angiogenesis των
τριχοειδών πιο αποτελεσματικά από την ανάπτυξη παράπλευρων αγγείων.
Η συγχορήγηση VEGF σε συνδυασμό με μόρια όπως ο PDGF, ο PlGF και η
Ang-1 ενδέχεται να βελτιώνουν τη δράση του στην ανάπτυξη παράπλευρων
αγγείων, γεγονός με μεγάλη σημασία σε καταστάσεις ισχαιμικής καρδιακής
και περιφερικής αρτηριακής νόσου.
Τα λεία μυικά κύτταρα συνθέτουν κολλαγόνο τόσο τύπου IV, που αποτελεί συστατικό του βασικού υμένα που τα περιβάλλει,
όσο και τύπου III, που σχηματίζει το πλέγμα των δικτυωτών ινών που επίσης περιβάλλει τα λεία μυικά κύτταρα.
Επίσης τα λεία μυικά κύτταρα είναι υπεύθυνα για την παραγωγή σημαντικών ποσοτήτων κολλαγόνου τύπου I και ελαστίνης.
Τα λεία μυικά κύτταρα είναι επίσης ικανά να διαιρούνται, με σκοπό τη διατήρηση ή και την αύξηση του αριθμού τους.
Ο πολλαπλασιασμός μπορεί να εκδηλωθεί είτε ως απάντηση σε βλάβη των λείων μυικών κυττάρων, είτε στα πλαίσια της φυσιολογικής λειτουργίας πληθυσμόυ των λείων μυικών κυττάρων που διατηρούν την ικανότητα διαίρεσης.